Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐν παραβύστῳ

См. также в других словарях:

  • παραβύστω — παράβυστος stuffed masc/fem/neut nom/voc/acc dual παράβυστος stuffed masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβύστῳ — παράβυστος stuffed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβύστωι — παραβύστῳ , παράβυστος stuffed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτός — ή, ό (AM κρυπτός, ή, όν) [κρύπτω] 1. αυτός που μένει αφανής, κρυμμένος, κρυφός, μυστικός (α. «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον» β. ἐπεποίητο γὰρ οἱ κρυπτὴ διῶρυξ ἐκ τῆς ἀκροπόλιος φέρουσα ἐπὶ θάλασσαν», Ηρόδ.) 2. φρ. «ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ» εντελώς… …   Dictionary of Greek

  • παράβυστος — ο / παράβυστος, ον, ΝΜΑ [παραβύω] φρ. «εν κρυπτῴ καὶ παραβύστῳ» σε απόμερο τόπο, σε απόκρυφο μέρος, κρυφά, μυστικά αρχ. 1. αυτός που πηγαίνει κάπου χωρίς να έχει προσκληθεί, που παρεμβαίνει κάπου αυτόκλητος, που χώνεται κάπου με δική του… …   Dictionary of Greek

  • συμπεριπλέκομαι — Α [περιπλέκομαι] 1. περιπλέκομαι μαζί με άλλους 2. (ειδικά) συνευρίσκομαι ερωτικά με κάποιον («ἐν παραβύστῳ αἰσχρότητι συμπεριπλεκόμενος τῷ γυναίῳ ὁ γόης», Επιφάν.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»